Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων

См. также в других словарях:

  • ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β …   Dictionary of Greek

  • Φαμπρόνι, Άντζελο — (Fabrόni, Μαράντι 1732 – Πίζα 1803). Ιταλός άνθρωπος των γραμμάτων και συγγραφέας. Διορίστηκε επόπτης στο Πανεπιστήμιο της Πίζας από τον Λεοπόλδο A’ και εξέδιδε από το τυπογραφείο του την Εφημερίδα των λογοτεχνών, μια από τις καλύτερες… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»