-
1 ομιλια
ион. ὁμῑλίη ἥ1) тж. pl. общение, знакомство или связь(ἐλθεῖν εἰς ὁμιλίαν τινί Soph.)
ἥ σέ ὁ. Plat. — общение с тобою;Ἑλληνικαὴ ὁμιλίαι Her. — сношения с греками;αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὴ αἱ τῶν πραγμάτων Arst. — отношения как с людьми так и с вещами;πολιτεῖαι καὴ ὁμιλίαι Thuc. — общественные и частные отношения;εἰσιδεῖν δευτέραν ὁμιλίαν τινός Soph. — вторично увидеться с кем-л.;ὁμιλίᾳ χθονός Eur. — во время пребывания в (этой) стране2) половая связь(ἀνδρῶν οὐδαμῶν Her.; πρὸς τοὺς ἄρρενας Arst.)
3) собеседование, беседаἐξ ὁμιλίας Dem. — в порядке собеседования, т.е. путем убеждения
4) обучение5) собрание, группа, общество(ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων Her.; ἀδελφῶν Eur.)
ναὸς ὁ. Soph. — спутники в морском путешествии6) общепринятое употребление, установившееся значение(τοῦ ὀνόματος Diog.L.)
-
2 εκλογη
ἥ1) избрание, выборы(τῶν ἀρχόντων Plat.)
2) выбор, отбор(τῶν ἀρίστων νόμων Arst.; φίλων Polyb.)
3) набор(τῶν ἀνδρῶν Polyb.)
4) отборность, отличное качество(τῶν ἀνδρῶν Polyb. - ср. 3)
См. также в других словарях:
ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β … Dictionary of Greek
Φαμπρόνι, Άντζελο — (Fabrόni, Μαράντι 1732 – Πίζα 1803). Ιταλός άνθρωπος των γραμμάτων και συγγραφέας. Διορίστηκε επόπτης στο Πανεπιστήμιο της Πίζας από τον Λεοπόλδο A’ και εξέδιδε από το τυπογραφείο του την Εφημερίδα των λογοτεχνών, μια από τις καλύτερες… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek